κουτσομύτης

κουτσομύτης
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 131 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύκης.
* * *
ο, θηλ. κουτσομύτα (Μ κουτσομύτης και κουτζομύτης, θηλ. κουτσομύτα και κουτσομύτρα) αυτός που έχει κομμένη ή κοντή μύτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο-* + -μύτης (< μύτη), πρβλ. στραβο-μύτης, ψηλο-μύτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κουτσομύτης, Κώστας — (Γρεβενά 1939 –). Σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Σπούδασε στην Κινηματογραφική Ακαδημία της Βιέννης. Το 1966 έγραψε το σενάριο του έργου Θύματα της Ειρήνης σε συνεργασία με τον Βασίλη Βασιλικό, βασισμένο στο… …   Dictionary of Greek

  • κουτσομύτης, -α, -ικο — πλακομύτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουτσο- — (Μ κουτσο ) α συνθετικό λ. τής Μεσαιωνικής και κυρίως τής Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το επίθ. κουτσός ή το επίρρ. κουτσά και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι κομμένο, κολοβωμένο (κουτσόγλωσσος, κουτσοκέφαλος,… …   Dictionary of Greek

  • κουτσομύτικος — η, ο (Μ κουτσομύτικος, η, ον) [κουτσομύτης] 1. αυτός που έχει κομμένη ή κοντή μύτη, κουτσομύτης 2. αυτός που έχει κομμένο το άκρο του («ακρωτήρι κουτσομύτικο») …   Dictionary of Greek

  • κολοβόρ(ρ)ιν — κολοβόρ(ρ)ιν, ινος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει κομμένη μύτη, κουτσομύτης («ἄνθρωπος τυφλός, ἢ χωλός, ἢ κολοβόριν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + ρριν (< ῥις, ῥινός «μύτη»), πρβλ. καμπυλό ρριν, οξύ ρριν] …   Dictionary of Greek

  • κουτσομυτίζω — (Μ κουτσομυτίζω και κουτσομυτώ) [κουτσομύτης] κόβω τη μύτη κάποιου …   Dictionary of Greek

  • κοψομύτης — ο, θηλ. κοψομύτα αυτός που έχει κομμένη μύτη, κουτσομύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο) * + μύτης (< μύτη), πρβλ. σουβλο μύτης, ψηλο μύτης] …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αδαμάντιος. Φιλικός, από τις Κυδωνίες. Ήταν δάσκαλος και μύησε πολλούς συμπατριώτες του στην ιδέα του Αγώνα. Πήρε μέρος σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις, στη στεριά και στη θάλασσα. 2. Αλέξανδρος. Καταγόταν από… …   Dictionary of Greek

  • κοψομύτης, -α, -ικο — που έχει κομμένη τη μύτη του, ο κουτσομύτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”